- ιδρωτικως
- ἱδρωτικῶςпотливо
ἱδρωτικωτέρως διακεῖσθαι Arst. — быть более склонным к потению
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἱδρωτικωτέρως διακεῖσθαι Arst. — быть более склонным к потению
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ιδρωτικός — ή, ό (Α ἱδρωτικός, ή, όν) [ιδρώς] αυτός που προκαλεί εφίδρωση («ιδρωτικά φάρμακα») αρχ. (για πρόσ.) αυτός που έχει τάση για εφίδρωση. επίρρ... ἱδρωτικῶς (Α) με έκκριση ιδρώτα … Dictionary of Greek